- Λεβυαφιγενής
- Λεβυαφιγενής, -ές (Α)αυτός που γεννήθηκε στη Λιβύη, ο τής Λιβύης.[ΕΤΥΜΟΛ. < *Λεβυάφι (< Λεβύα, άλλος τ. τού Λιβύη, + -φι, κατάλ. τοπικής πτώσης) + -γενής (< γένος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λεβυαφιγενής — sprung from Libya masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβυαφιγενής — Λιβυαφιγενής, ές (Α) βλ. Λεβυαφιγενής … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek